φλέγον

φλέγον
φλέγω
burn
pres part act masc voc sg
φλέγω
burn
pres part act neut nom/voc/acc sg
φλέγω
burn
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
φλέγω
burn
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φλέγον — Φλέγων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • опалѧти — ОПАЛѦ|ТИ (9), Ю, ѤТЬ гл. Обжигать: инi неѹстроѥнѹ ˫адѧхѹ пшеницю, дрѹзии же тѣсто опалѧюще мало ѡгнемь (ἐπιφλέγοντες) ГА XIV1, 161б; тако и опалѧше рече. и ожьжагаше. (περιφλέγειν) ПНЧ к. XIV, 177г; единъ ѿ сера фимъ посланъ бы(с) имѣ˫аи ѹгль. не …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • палити — ПАЛ|ИТИ (8), Ю, ИТЬ гл. 1.Сжигать: нынѣ же всѧ тварь на мѧ встанеть. вода потопить. и звѣрь растерзаеть. и змии пожираеть. молни˫а палить. СбТр XIV/XV, 208 об.; || перен. аще ли не покаетсѧ о ва(с) ˫ако неицѣлны(х) прослези(м). кр(с)тите бо сѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пламеньноватисѧ — ПЛАМЕНЬН|ОВАТИСѦ (1*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Пламенеть, пылать: вниде же моиси въ среду облака. iс(с)ъ же навгинъ ста ту посредѣ горы. г(с)ь же скры моисѣ˫а въ облацѣ. облаци ѥже [в др. сп. обличьѥ же] бѣ˫аше славы г(с)нѧ. акы огнь пламеньну˫асѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”